Ο άσχημος κύκνος: μια λύτρωση

Το παρακάτω αποτελεί απόσπασμα από ένα από τα τελευταία μου έργα. Λέγεται «Ο άσχημος κύκνος» αλλά ο τίτλος είναι προσωρινός. Πραγματεύεται την Ομορφιά, μια έννοια που με έχει στοιχειώσει σχεδόν όλη την έως τώρα ζωή μου και ως εκ τούτου το έργο αυτό ίσως και να αποτελεί μια κάποια λύτρωση…

 

Ήρωας: Είναι περίεργο, όμως, πως από ψηλά όλα φαίνονται πιο όμορφα, ακόμα κι εκείνα που δεν είναι. Για αυτό μάλλον οι Άγγελοι και ο Θεός ο ίδιος κοιτάζουν τη Γη και τη λατρεύουν. Γιατί τη βλέπουν από ψηλά και τους μοιάζει τόσο μα τόσο όμορφη. Να, η πόλη που φαίνεται απ’ έξω. Όταν περπατάς στους δρόμους της δεν μπορείς να αγνοήσεις τα άσχημα κτίριά της, τους βρώμικους δρόμους της και, ακόμα χειρότερα, τους άσχημους ανθρώπους που την κατοικούν. Αν την κοιτάξεις όμως από εδώ είναι λες και τα κτίριά της τα άσχημα αμέσως αλλάζουν όψη, οι δρόμοι της μοιάζουν συμμετρικοί και καλοφτιαγμένοι και, θέλοντας και μη καθώς αντικρίζεις μια τόσο όμορφη εικόνα, υποθέτεις πως μόνο ωραίοι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν σε μια τόσο όμορφη πόλη. Η ομορφιά, δηλαδή, πρέπει να είναι ζήτημα ύψους.
Αλήθεια, ο άντρας ο εντυπωσιακός είναι πάντα ένας ψηλός άντρας και όχι ένας κοντός. Το ίδιο και μια γυναίκα αν και για εκείνη το ύψος πρέπει να είναι περιορισμένο. Να μην είναι κοντή αλλά να μην είναι και πολύ ψηλή. Ο άντρας, όμως, πρέπει να είναι όσο πιο ψηλός γίνεται. Έχεις ακούσει, ας πούμε, ποτέ να παινεύουν έναν άντρα κοντό; Όχι βέβαια. «λεβέντη», «παλικάρι» λένε πάντα έναν ψηλό άντρα. Έτσι, με τις λέξεις αυτές δεν περιγράφει μια πεθερά το γαμπρό της; Μια θεία τον ανιψιό της; Μια μάνα το παιδί της; Βέβαια, αν κάποιος από όλους αυτούς είναι κοντός, κάτι βρίσκουν να πουν και για αυτόν. Λένε, ας πούμε, ότι είναι καλό παιδί. Δουλευταράς. Έξυπνος. Αλλά, όσο και να προσπαθούν να πείσουν ότι και αυτά είναι προτερήματα, το βλέπεις στο μάτι τους ότι χίλιες φορές θα προτιμούσαν να ήταν «λεβέντης» και παλιάνθρωπος παρά καλό παιδί.
Όμως δεν είναι τα πάντα μόνο θέμα ύψους, είναι και πάχους. Ένας «λεβέντης», ένα «παλικάρι» δικαιούνται τους τίτλους αυτούς μόνο αν είναι μέσα στα επιτρεπτά όρια βάρους. Αν δεν είναι, ο «λεβέντης» γίνεται αμέσως «γομάρι». Και αν σε όλους αρέσει ένας «λεβέντης», σε κανέναν δεν αρέσει ένα «γομάρι». Αυτά τα γομάρια, ακόμα και από ψηλά αν τα δεις, δεν ισχύει ο προηγούμενος κανόνας. Δεν τα βλέπεις όμορφα, γιατί δεν παύουν να φαίνονται γομάρια, να είναι πολύ μεγαλύτερα από οποιονδήποτε βρίσκεται γύρω τους. Εάν κανείς, λοιπόν, πρέπει να ξεχωρίζει για κάτι, αυτό θα πρέπει να είναι η εμφάνιση και όχι οι διαστάσεις του.
Αν έβλεπα, λοιπόν, έναν Άγγελο, θα του έλεγα να κατέβει για μια στιγμή στη Γη, να την κοιτάξει από χαμηλά και όχι από ψηλά και τότε να μου πει αν εξακολουθεί να τη βλέπει όμορφη. Άσε επίσης που θα του έλεγα να δει τους ανθρώπους από κοντά, να τους γνωρίσει, να περάσει χρόνο μαζί τους και μετά να αποφάσιζε αν αξίζει τον κόπο να τους αγαπά τόσο πολύ.
Μπαίνει στη σκηνή ένας νεαρός, φορώντας μια πετσέτα και σκουπίζοντας με μια άλλη το κεφάλι του. Ξυπόλητος, μόλις έχει βγει από το μπάνιο. Όσο συζητάνε, ο νεαρός θα ντύνεται
Νεαρός: τι μουρμουράς πάλι εσύ εκεί;
Ήρωας: τις συνηθισμένες μου εμμονές περί ομορφιάς
Νεαρός: Και κατέληξες κάπου;
Ήρωας: Όχι. Ως συνήθως όχι. Αλλά η σκέψη δεν γίνεται για να καταλήξει πάντα σε μια απόφαση
Νεαρός: Και τότε γιατί γίνεται; Σκέφτομαι για να αποφασίσω κάτι, όχι γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω
Ήρωας: Είναι μια εξήγηση και αυτή. Απλή μεν αλλά εξήγηση
Νεαρός: Και τι φιλοσοφούσες σήμερα;
Ήρωας: ότι η ομορφιά είναι ζήτημα ύψους. Να, έλα εδώ δίπλα μου το παράθυρο και κοίτα έξω. Δεν σου φαίνεται πανέμορφη η πόλη;
(ο νεαρός πηγαίνει και ρίχνει μια γρήγορη ματιά)
Νεαρός: Καλή είναι
Ήρωας: από κοντά όμως δεν είναι και τόσο
Νεαρός: η συγκεκριμένη πάντως δεν είναι και τόσο άσχημη. Ξέρεις, από ψηλά έχεις μια συνολική εικόνα. Εάν το από κάτω είναι άσχημο, από ψηλά θα βλέπεις το άσχημο στην ολότητά του, δηλαδή ακόμα πιο άσχημο
Ήρωας: εσύ δηλαδή από τι πιστεύεις ότι εξαρτάται η ομορφιά;
Νεαρός: από την οπτική γωνία
Ήρωας: δηλαδή;
Νεαρός: δηλαδή από το που επιλέγει να δει κανείς και που να εστιάσει το μάτι του. Κοίτα, ας πούμε, εμένα. Έχω άσχημα δόντια, είναι στραβά και έχουν κενά μεταξύ τους. Αν επιλέξεις να με δεις εκεί, δηλαδή, πολύ πιθανό να αγνοήσεις άλλα σημεία μου που είναι όμορφα
Ήρωας: δεν είναι άσχημα τα δόντια σου. Ολόκληρος είσαι η έκφραση της τελειότητας
Νεαρός: (γελάει). Το λες αυτό επειδή κοιτάζεις τη συνολική εικόνα και πιθανώς να δίνεις μεγαλύτερη βαρύτητα στα υπόλοιπα σημεία μου, τόσο που τα δόντια να μην τα προσέχεις καθόλου. Είναι ζήτημα οπτικής γωνίας, λοιπόν.
Ήρωας: το λέω από την καθαρά πρακτική πλευρά. Εσύ, ας πούμε, μπορείς να γοητεύσεις και να έχεις τον οποιονδήποτε, Όχι όμως κι εγώ
Νεαρός: κανείς δεν μπορεί να γοητεύσει τους πάντες, στο έχω ξαναπεί. Αυτός είναι ένας μύθος που μόνος σου έχεις χώσει μες στο μυαλό σου κυρίως για να δικαιολογήσεις (και καλά) την άποψη ότι εσύ είσαι άσχημος
Ήρωας: μα είμαι άσχημος
Νεαρός: είσαι ένα σύνολο από άσχημα και όμορφα χαρακτηριστικά που κανείς θα επιλέξει σε ποιο από όλα να εστιάσει. Και αν επιλέξει σε κάποιο από τα ωραία και αν φτάσει στο σημείο να σε ερωτευθεί ίσως, αυτόματα τα άσχημα όλα εξαλείφονται και μετατρέπονται και αυτά σε όμορφα. Τρία χρόνια τώρα που είσαι μόνιμος πελάτης μου, ποτέ δεν κατάλαβα για ποιο λόγο θεωρείς τόσο άσχημο τον εαυτό σου. Βάλε μου ένα ουίσκι κι εμένα.
Ήρωας: (βάζει ένα ποτήρι ακόμα και το δίνει στο νεαρό, ο οποίος κάθεται μισοντυμένος στο κρεβάτι και ανάβει τσιγάρο)
Δεν ήμουν πάντοτε άσχημος. Υπήρξαν εποχές, πριν μερικά χρόνια, που ήμουν πολύ όμορφος. Ψηλός, αδύνατος, ντυνόμουν με ωραία ρούχα, έβγαινα έξω και διασκέδαζα. Τι όμορφα που ήταν όλα τότε! Με ποθούσαν, το ξέρω αλλά δεν τους πολυποθούσα εγώ. Χαιρόμουν που άρεσα και αυτό μου ήταν αρκετό. Δεν έπαιζα μαζί τους, όχι, ποτέ δεν έπαιξα με τα συναισθήματα των άλλων. Απλά μου άρεσε να αρέσω και μέχρι εκεί, αυτό μου έφτανε.
Ύστερα, ήρθαν τα άλλα χρόνια. Σταδιακά έχασα την ωραία μου εμφάνιση. Πάχυνα, ασχήμυνα και χρόνο το χρόνο έπαψα να αγοράζω ωραία ρούχα – φοβόμουν να πάω να δοκιμάσω μεγαλύτερα νούμερα. Ίσως γελάσεις αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με καταρράκωνε όταν η πωλήτρια μου έλεγε ότι το ρούχο που ήθελα δεν έβγαινε στο νούμερό μου. Με τρόμαζε η αγορά ρούχων για αυτό και συνήθως πήγαινα να ψωνίσω μόνο όταν πλέον είχαν τόσο πολύ φθαρεί που δεν γινόταν να φορεθούν άλλο.
Μετά, σταμάτησα σιγά σιγά να βγαίνω έξω. Δεν ήθελα να υποβάλω τον κόσμο στο να πρέπει αναγκαστικά να δει έναν τόσο άσχημο άνθρωπο με αυτά τα απαίσια, φαρδιά ρούχα. Κλεινόμουν σπίτι, λοιπόν και επειδή ούτε κι εμένα δεν ήθελα να βασανίζω με την εμφάνισή μου, σταμάτησα να κοιτάζω καθρέφτες. Είναι πολύ άσχημο πράγμα οι καθρέφτες να ξέρεις. Τους αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι. Ξυρίζομαι, χτενίζομαι και επικεντρώνω το βλέμμα μου μόνο στην περιοχή που με ενδιαφέρει, χωρίς να κοιτάξω ολόκληρη την εικόνα. Γιατί, εάν τη δω, θα απογοητευθώ ξανά και ένας Θεός ξέρει πόσο πολύ έχω κουραστεί να απογοητεύομαι. Τους φοβόμουν από μικρός τους καθρέφτες. Πρέπει να ήμουν πέντε ή έξι χρονών όταν ένα βράδυ ξύπνησα και – στο ορκίζομαι, δεν ήταν όνειρο – είδα από τον καθρέφτη που ήταν στο δωμάτιο να βγαίνουν αποκρουστικές μορφές, κάτι άσχημοι άνθρωποι με υπερβολικά μεγάλους λαιμούς και να με δείχνουν – γιατί δεν ήξερα αλλά για καλό δεν ήταν. Από τότε τους φοβάμαι τους καθρέφτες, δεν τους κοιτάζω αλλά ακόμα και αυτό είναι ένα μαρτύριο της καθημερινότητας: όπου και αν πας υπάρχουν παντού καθρέφτες, στο σπίτι, στο δρόμο, στο αμάξι, στη δουλειά, στο γυμναστήριο. Και πρέπει εγώ να ζω τη ζωή μου αγνοώντας τους, προσπαθώντας να μην τους κοιτάζω και, πίστεψέ με, είναι ανυπόφορο να περπατάς και να μη μπορείς να στρίψεις το βλέμμα σου εδώ κι εκεί, από τον κίνδυνο να πέσει το μάτι σου πάνω σε ένα καθρέφτη. Μα κι εμείς, οι άνθρωποι… τους βάζουμε παντού γύρω μας για να μας δείχνουν αυτό που υπάρχει ενώ στην πραγματικότητα μόνο αυτό δεν θέλουμε να βλέπουμε: το υπαρκτό…
Νεαρός: (σηκώνεται και ολοκληρώνει το ντύσιμό του με κάπως αμήχανες κινήσεις) Και αν σου έλεγα ότι μπορεί κανείς να εντοπίσει ομορφιά σε σένα στον τρόπο που μιλάς και που σκέφτεσαι, ακόμα και αν δεν συμφωνεί μαζί σου;
Ήρωας: θα σε ευχαριστούσα για την ευγένεια αλλά δεν θα σε πίστευα
Νεαρός: και γιατί αυτό;
Ήρωας: γιατί η ομορφιά της σκέψης και της έκφρασης, όπως είπες, είναι μεν αρετές αλλά για άλλους λόγους. Είναι για να γράψεις ένα ωραίο βιβλίο, να συνθέσεις μια όμορφη μουσική, μέχρι εκεί. Κανείς στην καθημερινότητά μας δεν θα σε αγαπήσει για αυτού του είδους την ομορφιά. Ως συγγραφέα, ναι, ως συνθέτη, επίσης. Αλλά όχι ως εραστή. Για να σε ποθήσει θα πρέπει να έχεις εξωτερική εμφάνιση και τίποτε άλλο.
Νεαρός: αυτό που λες έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, την οποία επικαλείσαι. Κοίτα γύρω σου όλα τα ζευγάρια, γνωστά και μη. Σου μοιάζουν να είναι εξίσου όμορφοι και οι δύο ή να έχουν ωραία σώματα και να είναι ακαταμάχητοι; Είτε, λοιπόν, ο ένας βρήκε στον άλλο μια κρυμμένη ομορφιά είτε, αν κρίνω από το επάγγελμά μου, η ομορφιά δεν είναι θέμα ύψους αλλά του μήκους του κρεβατιού
Ήρωας: λες λοιπόν ότι η ομορφιά έχει να κάνει με το κρεβάτι;
Νεαρός: λέω αυτό που εσύ λες. Εσύ εστιάζεις σε σωματικά – εξωτερικά χαρακτηριστικά και συμφωνώ ότι για πολύ κόσμο αυτό είναι το μεγαλύτερο, αν όχι το μοναδικό, κριτήριο. Το διαπιστώνω από τη δουλειά μου άλλωστε. Εσύ γιατί νομίζεις ότι με επιλέγουν τόσοι και τόσες; Επειδή ίσως είμαι καλό παιδί; Δεν τους νοιάζει αυτό διότι άλλος είναι ο σκοπός τους. Η αντίληψη της ομορφιάς, επομένως, μπορεί και να εξαρτάται από το σκοπό της χρήσης της. Από το τι ακριβώς θέλουμε να κάνουμε με αυτή. Εάν ο σκοπός μας είναι να βιώσουμε κατανόηση, καλοσύνη, ότι καλό συναίσθημα τέλος πάντων, τότε ίσως και να εστιάζεται η προσοχή μας σε αυτά τα χαρακτηριστικά και όχι στα εμφανισιακά. Αν πάλι θέλεις να πηδήξεις ή να ζήσεις τη ματαιοδοξία του να είσαι δίπλα σε έναν όμορφο άνθρωπο, τότε η σημασία σου θα επικεντρωθεί στο πως είναι το σώμα.
Ήρωας: πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση… και αν, ας πούμε, εμένα με ενδιαφέρει τόσο η ομορφιά σώματος όσο και ψυχής;
Νεαρός: Τότε εύχομαι οι δουλειές σου να πηγαίνουν πάντα καλά για να με προσλαμβάνεις συχνά
Ήρωας: λες ότι ένας τέτοιος συνδυασμός είναι απίθανος;
Νεαρός: λέω ότι είναι σπάνιος στην καλύτερη περίπτωση. Μάλλον για κάποιο λόγο ο Θεός δεν θέλησε να δώσει και τα δύο μαζί σε έναν άνθρωπο.     Δεν ξέρω, ίσως να ήταν ανυπόφορη τόση ομορφιά και θέλησε να μας απαλλάξει από αυτή τη μονοτονία. Ίσως πάλι η ομορφιά να προβάλει καλύτερα μέσα από την ασχήμια. Ίσως κανείς να μην είναι πραγματικά όμορφος αλλά να υπάρχουν απλά και μόνο διαβαθμίσεις ασχήμιας: ο λιγότερο άσχημος να είναι αυτός που ορίζουμε ως ομορφότερο.
Ήρωας: Η ομορφιά ορίζεται μέσα από την ασχήμια… να μια ακόμα ενδιαφέρουσα άποψη. Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι ορίζεις τον θετικό όρο μέσα από τον αρνητικό. Ο κόσμος συνήθως κάνει το αντίθετο. Ακόμα ένα δείγμα της ιδιαιτερότητάς σου.
Νεαρός: καθένας διαμορφώνεται μέσα από το περιβάλλον του. Το δικό μου είχε συνδυάσει την ομορφιά με το χρήμα
Ήρωας: με ποιόν τρόπο;
Νεαρός: Ο πατέρας μου – δαιμόνιος στο να χτίζει επιχειρήσεις πάνω στην άμμο – διαπίστωσε ότι ήμουν όμορφο παιδί και θέλησε από πολύ μικρό να με κάνει μοντέλο. Πράγματι, έκανα μία ή δύο φωτογραφήσεις αλλά αυτή η δουλειά χρειάζεται και άλλα, γνωριμίες, διασυνδέσεις που δεν μπορούσαν να γίνουν. Έπειτα άλλαξα και τα δόντια μου, βλέπεις, όταν μεγάλωσα και ήταν όσο στραβά είναι και τώρα. Θα μπορούσε, βέβαια, να μου τα φτιάξει αλλά κατάλαβε ότι δεν «τραβούσα» και το θεώρησε κάπως αποτυχημένη επένδυση, σαν όλες τις άλλες που είχε κάνει. Φυσικά, μέχρι να το πάρει απόφαση, με είχε γυρίσει σε άπειρες οντισιόν, με είχε τραβήξει μόνος του εκατοντάδες φωτογραφίες, με είχε κουράσει τόσο πολύ.
Μετά, άλλαξε τροπάριο. Μου είπε να γίνω ηθοποιός ή τραγουδιστής. Ταλέντο δεν είχα για κανένα από τα δύο αλλά εκείνος έλεγε ότι πλέον η εμφάνιση είναι το παν και όχι το ταλέντο. Νέες οντισιόν, νέα δοκιμαστικά, νέες φωτογραφήσεις. Νέο χάσιμο χρόνου και πάνω που φαντάστηκα πως πλέον θα το έπαιρνε απόφαση, άρχισε να με προωθεί να δουλεύω σε μπαρ, να κάνω το σερβιτόρο ή το μπάρμαν γιατί έλεγε πως αυτές οι δουλειές έχουν λεφτά και έχουν να κάνουν με την εξωτερική εμφάνιση. Την περίφημη ομορφιά. Σκοπός μου θα έπρεπε να είναι μέσα από την όποια ομορφιά μου να κάνω μια αντίστοιχη δουλειά κι εκείνος μια επένδυση πάνω μου. Τι ήθελα εγώ δεν είχε σημασία αλλά βέβαια ήμουν – και ίσως είμαι ακόμα – αρκετά αδύναμος χαρακτήρας για να του εναντιωθώ.
Κάποιο βράδυ ρίξαμε έναν τρομερό καβγά πριν πάω στη δουλειά. Μόλις του είχα πει ότι με έκαναν μπάρμαν από σερβιτόρο κι εκείνος το θεώρησε σημαντική προαγωγή ενώ εγώ του έλεγα πως θα τα παρατούσα να βρω μια δουλειά πέρα από τη νύχτα, να κοιμάμαι και να ξυπνάω σαν άνθρωπος. Έγινε μεγάλη φασαρία και πήγα στο μπαρ θυμωμένος. Κάποια στιγμή μου την έπεσε μια κυρία και περισσότερο για να ξεσπάω παρά γιατί μου άρεσε, πήγα μαζί της σε ένα ξενοδοχείο. Δυο ώρες μετά μου έδωσε λίγα χρήματα. Αντέδρασα αλλά εκείνη επέμεινε. «Πάρ’ τα σαν δώρο, δεν υπονοώ τίποτα», μου είπε. Την κοίταξα καλά. Δεν ήταν καμιά πρόστυχη ούτε περπατημένη. Ήθελε απλά να περάσει καλά και πέρασε και τα χρήματα τα έδωσε γιατί δεν ήξερε με ποιόν τρόπο να εκφράσει την ευχαρίστησή της.
Τότε μου μπήκε η σκέψη που με οδήγησε σε αυτό το δρόμο. Στην αρχή είχα πολλούς δισταγμούς αλλά μετά σιγά – σιγά το συνηθίζεις. Άντρες, γυναίκες, σου φαίνονται το ίδιο. Τα λεφτά στο σπίτι πολλαπλασιάστηκαν και ο πατέρας μου – επιτέλους – έκανε την μοναδική πετυχημένη επένδυση που τόσο ήθελε όλη τη ζωή του. Ακόμα διηγείται στα καφενεία πόσα πολλά βγάζουν οι μπάρμεν… που να ήξερε!
Ήρωας: εάν δεν σου αρέσει αυτό που κάνεις, φαντάζομαι μπορείς να το σταματήσεις…
Νεαρός: ξέρεις κάτι; Μου αρέσει και όσο συζητάμε σκέφτομαι πως μου αρέσει επειδή κολακεύομαι να με θεωρούν όλοι όμορφο και να με ποθούν είτε είμαι είτε δεν είμαι

Τα κάλαντα που δεν μου άρεσαν

Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησαν να μου αρέσουν τα κάλαντα και λέγοντας αυτό δεν εννοώ μόνο το ότι έπαψα κάποτε να τα λέω αλλά επίσης καν δεν ήθελα να τα ακούω. Μικρός θυμάμαι έβγαινα και τα έλεγα, τότε που από τις επτά το πρωί ήμασταν στο δρόμο και τα είχαμε ήδη πει δυο τρεις φορές. Για να βγαίνω προφανώς μου άρεσε που πήγαινα και, λόγω του ότι έχω ένα αρκετά μεγάλο σόι, μάζευα και πολλά χρήματα για να τα διαθέσω την ίδια κιόλας μέρα στο να αγοράσω βιβλία. Πως νομίζετε ότι έχω στη βιβλιοθήκη μου σχεδόν όλα τα έργα του Καζαντζάκη; Οι γονείς μου διαμαρτύρονταν για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί η βιβλιοθήκη δεν είχε άλλο χώρο και δεύτερον διότι όπως και να το κάνουμε είναι κάπως αλλόκοτο ένα παιδί της τρίτης και τετάρτης Δημοτικού να αγοράζει την Ασκητική για δώρο Χριστουγέννων και να ζητάει από το μπαμπά – Άη Βασίλη να του φέρει τον Τελευταίο Πειρασμό.
Κάποτε σταμάτησα να βγαίνω για τα Κάλαντα – ήμουν αρκετά μεγάλος. Σχεδόν ταυτόχρονα έπαψε να μου αρέσει ακόμα και να τα ακούω. Λέγοντας αυτό δεν σημαίνει ότι κρυβόμουν στο σπίτι όταν χτυπούσαν τα κουδούνια, για να νομίζουν τα παιδάκια ότι έλειπα και να φύγουν. Αν έμενα μόνος μου ίσως και να το έκανα εδώ που τα λέμε αλλά οι γονείς μου πάντα άνοιγαν και ανοίγουν ακόμα και, όπως έκαναν πάντα, δίνουν περισσότερα χρήματα στα ανήψια μας παρά στα άγνωστα παιδιά.
Προσπαθώ να σκεφτώ, να θυμηθώ γιατί δεν μου αρέσουν τα κάλαντα και δεν τα καταφέρνω. Θυμάμαι μονο την απέγχθεια αλλά όχι την αιτία της. Μήπως με είχε πιάσει μια μεταμοντερνιά που θεωρούσε τα κάλαντα ένα ξεπεσμένο κατάλοιπο εποχών που αυτά αποτελούσαν ένα χαρτζιλίκι των παιδιών, σε χρόνους που οι γονείς δεν είχαν να τους δώσουν; Μπα, δεν το φιλοσοφούσα τόσο πολύ. Το πιθανότερο από όλα ήταν ότι τα κάλαντα ήταν ένα μέσο, ένας τρόπος με τον οποίο «εκβιαζόσουν» να συμμετάσχεις σε μια γιορτή που ήταν τόσο αμετροεπής που καταντούσε ενοχλητική. «Έπρεπε» να ακούσεις τα κάλαντα, όπως «έπρεπε» να τρέξεις σαν τον τρελό να αγοράσεις δώρα, να είσαι μέσα στην τρελή χαρά γιατί είναι Χριστούγεννα, να φας σαν το ζώο έχοντας επί ένα μήνα νωρίτερα προβληματιστεί για το τι περίεργο θα μαγειρέψεις, «έπρεπε» να πας εκκλησία γιατί αν δεν πας τώρα που είναι γιορτή πότε θα πας, στην οποία «έπρεπε» να βάλεις ότι καλύτερο, ακριβότερο και πιο φανταχτερό είχες (διότι γιατί το πήρες το καινούριο κοστούμι) και φυσικά «έπρεπε» να συμμετάσχεις σε ρεβεγιόν παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, να φας μαζί με ένα σωρό κόσμο τα πρωινά των αντίστοιχων ημερών, να βγεις το βράδυ με τους φίλους για κανένα ποτό γιατί και πάλι γιορτές είναι και φυσικά δεν έπρεπε να λείψεις από το σπίτι σε κανένα ταξιδάκι γιατί τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή. Αν δεν τα έκανες όλα αυτά σε κοιτούσαν με μισό μάτι κουνώντας το κεφάλι τους, σκεπτόμενοι ότι είσαι γρουσούζης. «Έπρεπε», λοιπόν όλα αυτά να γίνουν και δεν γινόταν να τα αποφύγεις. Τι να πεις δηλαδή, ότι εγώ δεν θα φάω μαζί με όλους εσάς; Ντροπή και προσβολή ταυτόχρονα που δεν ταιριάζει ούτε στο χαρακτήρα σου ούτε στη «μέρα που’ναι». Να μην πάρεις δώρα; Αφού όλοι τότε περιμένουν. Να μη στείλεις κάρτες; Θα πουν ότι τους ξέχασες λες και δε μιλάτε στο τηλέφωνο τακτικά ή δεν βρίσκεστε όποτε μπορείτε.
Τα κάλαντα, λοιπόν, ήταν ένας εξαναγκασμός να συμμετέχεις σε κάτι το οποίο δεν σε εκφράζει με τον τρόπο που γίνεται. Και αν όλα τα άλλα δεν μπορείς να τα αποφύγεις για πρακτικούς λόγους, τα κάλαντα ήταν το μοναδικό στο οποίο μπορούσες να προβάλεις αντίσταση: μπορούσες να μην τα πεις αλλά και να μην τα ακούσεις. Όχι γιατί σου έφταιγαν αυτά ή πολύ περισσότερο τα χαριτωμένα παιδάκια, πολλά από τα οποία ήταν ανήψια σου. Ούτε με τα Χριστούγεννα ως γιορτή είχες πρόβλημα ούτε και με το Χριστούλη που γεννιέται. Αλλά είχες θέμα με την υστερία και την υπερβολή που τα συνοδεύουν εσύ που ολόκληρη τη ζωή σου προσπαθείς να τη ζήσεις με τους κανόνες του μέτρου.
Από την άλλη, βέβαια, μπορεί απλώς να είσαι γκρινιάρης και γρουσούζης…

Ποτέ άλλοτε η μοναξιά

δεν είχε βγει στην επιφάνεια τόσο όσο βγήκε τους τελευταίους μήνες. Χρειάστηκε μια οικονομική κρίση για να αντιληφθεί και ο πλέον αδαής πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι. Το είδαμε στις κοινωνικές ομάδες που στρέφονται η μία εναντίον της άλλης, κατηγορώντας οι μεν τους δε για τη δουλειά που έχουν ή δεν έχουν, για τα χρήματα που παίρνουν ή δεν παίρνουν, για το μέσο που είχαν ή δεν είχαν, για τα προνόμια που έχασαν ή θα χάσουν.
Βγήκαν ένα σωρό έρευνες στην επιφάνεια για το πόσο μελαγχολικοί νιώθουμε οι Έλληνες, για την αύξηση των συνταγογραφήσεων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, για την αύξηση της μετανάστευσης ξανά, για τα συναισθηματικά και σεξουαλικά προβλήματα, για το έλλειμα υγείας, για το ένα, για το άλλο. Χρειάστηκε να κοπούν χρήματα και μισθοί για να λειτουργήσει εκείνο το κομμάτι του εγκεφάλου που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που δέχεται από το περιβάλλον αλλά και πάλι ξύπνησε με διάθεση να κρίνει και όχι να δράσει. Και αν, υποθετικά, δίνονταν όλα αυτά που χάθηκαν πίσω, ευθύς τα προβλήματα θα λύνονταν και ο καθένας μας θα ένιωθε πιο καλά από ποτέ. Διότι, στην παρηκμασμένη κατάσταση που εδώ και δεκαετίες βρισκόμαστε, αντικαταστήσαμε τα πάντα με το χρήμα και το δήθεν επίπεδο ζωής, όπως αυτό εκφραζόταν με τα ταξίδια που κάναμε, τα ακριβά ρούχα κι αμάξια, την επίδειξη γενικότερα. Βέβαια, κακό δεν είναι να ταξιδεύει κανείς, όπως κακό δεν είναι να αγοράζει ακριβά πράγματα. Κακό είναι να ζει κανείς για όλα αυτά και όταν τα χάνει να αισθάνεται ότι πέθανε, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα και στους Έλληνές της αυτό τον καιρό.
Φέτος δεν βγήκα την παραμονή των Χριστουγέννων, όπως δεν θα βγω και σήμερα ή την Πρωτοχρονιά. Φέτος αγόρασα δύο παντελόνια, 25 ευρώ το ένα και 40 το άλλο. Πήρα και 3-4 στολίδια για το σπίτι – όλα σε προσφορά – Δεν έκανα βόλτα στις γύρω πόλεις για καφέ και για να δω πως στολίστηκαν (η βενζίνη έφτασε στο 1,6-1,8 ευρώ το λίτρο). Δεν θα φτιάξω τίποτα πολύπλοκες συνταγές για το σημερινό τραπέζι, αγόρασα μπριζόλες που είναι φτηνές, λίγο τυρί, μερικές πατάτες, υλικά για σαλάτα και θα μαζευτούμε να φάμε μαζί σαν άνθρωποι σε ένα τραπέζι που δεν θα είναι ματαιόδοξο αλλά λειτουργικό και αρκετό για να χορτάσουμε την πείνα μας. Θα φωνάξω και τα ανήψια μου να φέρουν τα παιχνίδια τους να παίξουν και να μου κάνουν άνω κάτω το σπίτι με τις φωνές και τα παιχνίδια τους. Την τηλεόραση θα την κρατήσω κλειστή, το πολύ πολύ να βάλω κανένα μουσικό πρόγραμμα να παίζει – όχι δηλώσεις πολιτικών αρχηγών, όχι δημαγωγίες και καταστροφολογία δημοσιογράφων, όχι ανούσια ουρλιαχτά ξέκωλων. Γενικά δεν θα τους κάνω τη χάρη να μιζεριάσω.
Αν μπορούσα – τώρα δεν μπορώ αλλά στο μέλλον θα μπορέσω – θα βάλω και μια ανακοίνωση στο facebook και σε όσα site έχω προφίλ, ότι όποιος γκέι, μπάι, οτιδήποτε τέλοσπάντων είναι μόνος και δεν θέλει να είναι, μπορεί να έρθει σπίτι μου να φάει και να περάσουμε καλά, ακόμα και που δεν με γνωρίζει: ευκαιρία να με μάθει. Μόλις τελειώσει το φαγητό θα φτιάξω καφέ για όλους, θα φέρω και μελομακάρονα και κουραμπιέδες και θα καθίσουμε όλοι μαζί να πιούμε τον καφέ και να μιλήσουμε-αν μας αφήσουν βέβαια οι φωνές των μικρών μου ανηψιών αλλά και να μη μας αφήσουν δεν πειράζει. Θα γελάμε παρατηρώντας τα μικρά και το τι λένε και κάνουν και θα σχολιάζουμε εάν έβαλα αρκετά μύγδαλα στους κουραμπιέδες ή αν μέλωσα σωστά τα μελομακάρονα.
Φεύγοντας κάποιοι από τους καλεσμένους μου ίσως γυρίσουν σπίτια τους με κάποιον από αυτούς που κάλεσα, πράγμα διόλου απίθανο για τους γκέι. Και ίως περάσουν το βράδυ των Χριστουγέννων μαζί κάνοντας σεξ της ξεπέτας αλλά και πάλι δεν πειράζει. Τίποτα δεν πειράζει αν έχει ανθρωπιά.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους.

O πιο ωραίος Έλληνας

Καλησπέρα παιδιά!! Τι μου κάνετε; Ξέρετε, η ομορφιά είναι ένα θέμα που με απασχολεί από πολλές απόψεις και όχι μόνο από την πλέον προφανή, που είναι η φυσική-οπτική-σωματική κλπ της εκδήλωση. Όμως στο συγκεκριμένο άρθρο θα επικεντρωθούμε στην εξωτερική εμφάνιση.
Θα ήθελα, λοιπόν πολύ να μάθω ποιόν Έλληνα θεωρείτε τον ωραιότερο. Ποιός είναι κατά τη γνώμη σας εκείνος που έχει την καλύτερη εξωτερική εμφάνιση, ο πιο παιδαράς κλπ. Για να σας βοηθήσω λίγο, σας ανεβάζω μερικές εικόνες αλλά μπορείτε να μη μείνετε μόνο σε αυτούς που δείχνω αλλά να προτείνετε και κάποιον δικό σας.
Για να δούμε, λοιπόν, ποιός είναι ο ωραιότερος Έλληνας για εσάς…

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Μια χαμένη Κυριακή

Δεν ξέρω για ποιό λόγο σήμερα, με το που ξύπνησα, θυμήθηκα το ξεχασμένο μου ιστολόγιο και είπα να το φτιάξω λιγάκι, να το ανανεώσω. Από το Φεβρουάριο έχω να γράψω κάτι και πριν από αυτό είχα ακόμη περισσότερο καιρό. Δεν είναι ότι το βαρέθηκα αλλά με έχει πιάσει ένας γενικότερος ωχαδερφισμός. Όταν το ξεκινούσα πριν από 4 χρόνια, είχα την παιδικού τύπου προσδοκία ότι ίσως κάποιοι άνθρωποι μέσα από το ιστολόγιο και τα κείμενά του, να ανακάλυπταν κάτι και από το δικό τους εαυτό και ίσως αυτό με τη σειρά του οδηγούσε σε σκέψη, η σκέψη σε δράση και η δράση να έφερνε κάποια, μικρή έστω, αλλαγή στη ζωή τους, μια ελπίδα, μια ανανέωση. Τώρα είμαι βέβαιος πως τίποτα από αυτά δεν πρόσφερα στους αναγνώστες μου παρά μερικές μόνο στιγμές χαμόγελου, μέσα από τα περισσότερο χιουμοριστικά κείμενά μου. Ίσως βέβαια και αυτό από μόνο του να είναι αρκετό, ειδικά αυτές τις στιγμές που ελπίδα και γέλιο είναι ίσως ότι χρειαζόμαστε περισσότερο.

Σήμερα ξυπνώντας το θυμήθηκα, πάντως και το ξεσκόνισα, το ξαράχνιασα και ίσως να το επισκέπτομαι περισσότερο συχνά…

Η υστερία των «gay κυκλωμάτων»

Κάνοντας μια πλοήγηση στα λεγόμενα «σχετικά» sites (μία κατ’ ευφημισμόν απόδοση των gay sites), πέφτεις πάνω σε προφίλ τα οποία διακηρρύσουν πως ο τύπος είναι «εκτός gay κυκλωμάτων». Κάποια άλλα προφίλ όχι απλά κάνουν την παραπάνω διακήρυξη αλλά επίσης, σχεδόν με τρόμο στο βλέμμα και με τρεμάμενα χέρια την ώρα που το γράφουν, σε προτρέπουν να είσαι κι εσύ το ίδιο, διαφορετικά ούτε που να τους τον δεις. Τι εννοούν άραγε τα προαναφερόμενα παλικάρια όταν ζητούν – απαιτούν να είσαι εκτός των γκέι κυκλωμάτων; Μα προφανώς να μην έχεις γκέι παρέες και να μην πηγαίνεις σε γκέι μπαράκια.Ακόμα καλύτερα, να μην » ξέρει κανείς για σένα». Μωρέ τι μας λες.
Καταρχήν και μόνο που μπαίνουμε στα «σχετικά» (μη χέσω τον κατ’ ευφημισμόν σας) sites, αυτόματα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως εμπλεκόμαστε με ένα γκέι κύκλωμα. Δεύτερον και με το να τρέχεις στις παραλίες, στις ερημιές, στο Ζάππειο και στα ξένα τα σπίτια για να βγάλεις τα μάτια σου και αυτό γκέι κύκλωμα το λες. Επιπρόσθετα και μόνο η μυδρίαση που σου προκαλεί ένας αντρικός κώλος και αυτό νοοτροπία του ίδιου κυκλώματος είναι – δεν είναι;
Δεν ξέρω πως φτάσαμε στο σημείο να θέλουμε τον gay μη gay ή μάλλον να τον θέλουμε gay εκεί που μας συμφέρει (στο σεξ προφανώς) και μη gay εκεί που επίσης μας συμφέρει. Διότι, άντε σου λέω και πηγαίνει σε γκέι μπαράκια. Αυτό τι σημαίνει; Ότι πρέπει να τον αποκλείσουμε από την πιθανότητα να γίνει εραστής ή φίλος μας; Άντε και ξέρουν για αυτόν μερικοί άνθρωποι. Και τι να λέει; Ότι εάν κάνουμε παρέα μαζί του ή εάν έχουμε σχέση χωρίς να το ξεφωνίζουμε, οι άλλοι θα νομίζουν ότι είμαστε γκέι κι εμείς; Τι πρέπει να κάνει ένας γκέι, να είναι κλεισμένος σπίτι του, χωρίς κοινωνικές επαφές, εκτός και αν αυτές είναι straight και χωρίς να το ξέρει κανείς;
Δε νομίζω ότι δικαιούται κανείς από εμάς να μιλάει για τη μη αποδοχή της κοινωνίας τη στιγμή που με κάτι τέτοιες μαλακίες δείχνουμε ολοφάνερα ότι εμείς οι ίδιοι δεν αποδεχόμαστε τους εαυτούς και τους ομοίους μας. Και, υπ’ όψην, όλα αυτά σας τα λέει κάποιος που δεν πηγαίνει σε γκέι μπαρ όχι γιατί φοβάται αλλά γιατί δεν του αρέσει και πολύ αυτή η διασκέδαση. Που δεν το έχει κάνει βούκινο επειδή δε γουστάρει να είναι αυτό για τον οποίο οι άλλοι θα τον ξεχωρίζουν και γιατί ποτέ δεν πίστεψε πως οι σχέσεις (ομόφυλες και μη) θα πρέπει να διαφημίζονται και που έχει πολύ λίγους γκέι φίλους όχι από το φόβο μην τον στοχοποιήσουν αλλά διότι βρήκε λίγους υγιείς γκέι για να τακιμιάσει.
Μη φοβάστε, λοιπόν. Δεν πρόκειται να σας χτυπήσει κανένα «γκέι ρεύμα». Ας μάθουμε λίγο να αγαπάμε τους ομοίους μας με τους οποίους είτε μας αρέσει είτε όχι, αποτελούμε μέρη του ίδιου κυκλώματος…

Αλήτισσα Ψυχή

Εκείνοι που με ξέρουν καλά (και δεν είναι πολλοί αλλά δεν έχει σημασία), κάθε φορά που με βλέπουν να «γονατίζω» κουνάνε το κεφάλι και λένε «ποιός, ο profusion; Σε αυτόν ταιριάζει απόλυτα το ελληνικό απόσπασμα «μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει…» Ξέρετε, όταν είσαι «γονατισμένος» και ακούς αυτά τα λόγια, κάποιες φορές αγανακτείς γιατί αισθάνεσαι ότι όλοι απαιτούν από εσένα να είσαι πάντοτε δυνατός. Μετά την αρχική οργή, όμως, κατανοείς ότι έχουν δίκιο. Τα λένε γιατί έχουν δει τη δύναμη αυτή σε σένα και ξέρουν πως όταν έρθει η στιγμή θα την κινητοποιήσεις.
Μεγαλώνω όμως φίλοι μου…έτσι νιώθω αν και ο απόλυτος αριθμός της ηλικίας μου δεν θα δικαιολογούσε μια τέτοια δήλωση. Μεγαλώνω και νιώθω ότι τα συναισθήματά μου έχουν γενικά ημερέψει. Δεν είναι τόσο έντονα όσο ήταν κάποτε αλλά είναι πιο βαθιά και πιο πλατιά. Μεγαλώνω και αναρωτιέμαι πόσο καιρό θα κρατήσει η απομόνωσή μου. Χρειάστηκε να βγω μια φορά, μετά από τόσο καιρό, για να θυμηθώ όσα μου έχουν λείψει και για να αναρωτηθώ μήπως τώρα πλέον ήρθε η ώρα που «ξανά προς τη δόξα τραβά». Οι συνθήκες δεν βοηθούν, βέβαια. Βλέπετε τι γίνεται γύρω μας αλλά υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν, που μπορώ να κάνω.
Ξαναγυρίζω κοντά σας, λοιπόν, ως πρώτο βήμα. Διαδικτυακά εννοώ, φυσικά. Αρκετά έλλειψα…

Ο Λαρς φον Τρίερ και ο Αντίχριστος

Θα μου πείτε, με τι «σατανιστικά» θέματα καταπιάνομαι χρονιάρες μέρες; Με τον εξαποδώ βρήκα να ασχοληθώ; Και όμως όλα δεν είναι όπως ακούγονται. Όπως, για παράδειγμα, ο Γιωργάκης δεν είναι σοσιαλιστής, έτσι και ο Αντίχριστος του Λάρς δεν είναι Αντίχριστος όπως θα περιμένατε. Με άλλα λόγια μην περιμένετε να δείτε κανένα διαολόπαιδο που κάνει ότι μαλακία φαντάζεστε και σκιάζεται με τους Σταυρούς και της Εκκλησίες. Όχι. Πριν καταπιαστώ με την ταινία, όμως, ας κάνω μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις.
Διάβασα σε μπλογκίδια πολλά για αυτή την ταινία: από παραληρήματα θριαμβολογίας έως και παραληρήματα του στυλ «στην πυρά, στην πυρά με τον Λαρς και την ταινία του». Κοινώς, για πολλοστή φορά, χρειάστηκε να αποδειχθεί το αυτονόητο: η σχετικότητα και ο υποκειμενισμός στην τέχνη και στο οτιδήποτε. Διότι ήταν πολλοί εκείνοι που βρήκαν την ταινία μια μαλακία και μισή και λίγο λιγότεροι από τους πρώτους εκείνοι που τη θεώρησαν αριστούργημα. Έτσι γίνεται συνήθως, βλέπετε, αλλά εκείνο που ούτε οι μεν ούτε οι δε λένε να καταλάβουν, είναι αυτή ακριβώς η έννοια του υποκειμενισμού. Ότι αυτό που αρέσει σε μένα δεν είναι απαραίτητο να αρέσει και σε σένα. Δεν πα ν’ αρέσει σε μερικά εκατομμύρια, τα υπόλοιπα δεν είναι υποχρεωμένα να μοιράζονται την ίδια άποψη. Ούτε βέβαια είναι απαραίτητο όλοι να καταλαβαίνουμε τα ίδια πράγματα αλλά ούτε και στην τελική να έχουμε και άποψη.
Εμένα, για παράδειγμα, δεν ξέρω αν μου άρεσε η ταινία, με ψιλομπέρδεψε και μερικές φορές τη βαρέθηκα κιόλας. Το story, πάντως, είχε ως εξής. Ένα ζευγάρι πηδιέται στο μπάνιο, όταν το μωρό τους βγαίνει από την κούνια και παίζοντας καταλήγει να πέσει από το παράθυρο και να σκοτωθεί. Η μάνα πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη και ο σύζυγος, όντας ψυχαναλυτής, διαφωνεί με το να χαπακώνεται η γυναίκα του και αποφασίζει να τη θεραπεύσει ο ίδιος. Πάνε, λοιπόν στην εξοχή κι εκεί ξεκινά η θεραπεία εν μέσω πολλών δυσκολιών, όπου η γυναίκα απομουρλένεται και αρχίζει να κάνει διάφορες μαλακίες που οδηγούν τον άντρα της να τη σκοτώσει δια πνιγμού.
Το πρώτο μέρος της ταινίας, η αφήγηση του θανάτου του μωρού, είναι νομίζω αριστουργηματική και πραγματικά ονειρική στην αποτύπωσή της στο φακό, με μια εξαίσια μουσική μπαρόκ. Από εκεί και πέρα αρχίζει η ψυχανάλυση και η υφέρπουσα παράνοια της γυναίκας, η οποία σταδιακά μας αποκαλύπτεται. Νομίζω, λοιπόν, ότι η σύζυγος ήταν απλά παρανοϊκή, που ο θάνατος του παιδιού της της έβγαλε στο φως ολόκληρη την ψυχασθένεια που είχε: το αποδεικνύουν τα στοιχεία των φωτογραφιών, που φαίνεται ότι για καιρό φορούσε στο παιδί τα παπούτσια ανάποδα αλλά και ο γραφικός της χαρακτήρας στη διδακτορική διατριβή που έγραφε, που από συγκροτημένος και ευανάγνωστος αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται ταραχώδης έως πλήρως διαλύσεως. Αυτό και μόνο, από τα λίγα που ξέρω από ψυχιατρική, είναι αρκετό για να πεις ότι της έστριψε. Και για όσους δεν το κατάλαβαν, ο σκηνοθέτης μας δίνει να το εννοήσουμε με τη μετέπειτα πορεία της: σουβλίζει το πόδι του άντρα της, κόβει την κλειτορίδα της με ψαλίδι, ουρλιάζει, φοβάται με το παραμικρό: τι άλλο θέλεις για να πεις ότι είναι μουρλή;
Από την άλλη, δεν ξέρω αν η ταινία είναι αμιγώς υπερρεαλιστική, που λύσσαξαν σε ορισμένα blogs. Σαφώς έχει ονειρικό στοιχείο και μπόλικη ψυχανάλυση αλλά το γεγονός ότι τρελαίνει στην πούτσα τον άντρα της, του την παίζει κι αυτός χύνει αίμα αλλά ιδίως η σκηνή στο πρώτο μέρος, με κοντινό σε αργή κίνηση πλάνο του πούτσου που εισέρχεται στο αιδοίο της, μάλλον σε ρεαλισμό με πάει περισσότερο. Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος. Ποτέ πάντως δεν κατάλαβα τον ακριβή λόγο για τον οποίο οι κουλτουριάρικες ταινίες πρέπει ντε και καλά να περιλαμβάνουν τόσο πολύ γαμήσι.
Τώρα ερχόμαστε να εξετάσουμε το ποιός είναι ο Αντίχριστος, μιας και απασχόλησε τόσους αναγνώστες των παραπάνω μπλογκς. Για μένα ο Αντίχριστος για τον οποίο μιλάει η ταινία δεν είναι η ίδια η γυναίκα του ψυχαναλυτή ούτε η γυναίκα ως φύλο αλλά το σκοτεινό μέρος του ανθρώπινου ψυχισμού, η περίφημη «σκιά» του Γιούνγκ.
Όσο για τον περίφημο και φοβερά ανιαρό αφορισμό του στυλ «που να καταλάβετε αυτές τις ταινίες, πάτε να δείτε καλύτερα καμιά αμερικανιά», ειλικρινά τον γράφω στ’ αρχίδια μου. Αφενός διότι ορισμένες αμερικανιές μου αρέσουν αφετέρου διότι όλοι αυτοί που τα λένε είναι κομπλεξικοί και δήθεν και δεν τους γουστάρω. Η κουλτουριά είναι μια φοβερά ελιτίστικη τάση που έχει σαθρά θεμέλια. Αν ήθελε και μπορούσε να γίνει πιο «βατή» και πιο προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό, ίσως γινόταν αποδεκτή από περισσότερο κόσμο, αντίθετα σε ότι πιστεύουν οι γιαλαντζί κουλτουριάρηδες και νομίζω ότι, δεδομένων των παγκόσμιων συνθηκών (και δεν αναφέρομαι στη μιζέρια της οικονομικής κρίσης μόνο αλλά στη συνολική παγκόσμια παρακμή), είναι πλέον ο καιρός οι ελιτίστικες θεωρίες, φιλοσοφίες, μαλακίες, να αρχίσουν να αποκτούν μια περισσότερο πρακτική όψη και να πραγματοποιήσουν ένα «άνοιγμα» προς τον κόσμο. Αν μη τι άλλο, οι Αντίχριστοι δεν κρύβονται μόνο στους ελιτιστές κουλτουριάρηδες αλλά σε όλους μας.

Καλά Χριστούγεννα!!

Καινούρια Άννα Βίσση!!

Ναι, κυρίες και κύριοι. Ο νέος δίσκος της Άννας Βίσση είναι γεγονός από χθες το πρωί που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα Real News!! Η αλήθεια είναι ότι με φόβιζε λίγο η συνεργασία με τον Καρβέλα. Όχι βέβαια ότι δεν της είχε γράψει φοβερά, κλασικά πλέον κομμάτια ή ότι δεν οφείλεται και σε αυτόν μεγάλο μέρος της τεράστιας επιτυχίας της Άννας. Αλλά τα τελευταία χρόνια δεν πολυσυμφωνούσα με το στυλ που της είχε δώσει. Ήταν σαν να είχε ψιλοκουραστεί ή σαν να είχε παραδοθεί σχεδόν άνευ όρων σε ένα συγκεκριμένο στυλάκι εμπορικότητας το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στον ίδιο.
Η Βϊσση, για διάφορους λόγους, είχε αποφασίσει να διαφοροποιηθεί κάπως μουσικά. Σε μεγάλο βαθμό το κατόρθωσε με το «Απαγορευμένο», το οποίο ήταν μεν εμπορικό αλλά είχε ένα κάτι, μια αίσθηση διαφορετικότητας, μακριά από κραυγαλέες εικόνες – επιτέλους και μακριά από κραυγαλέες συμπεριφορές. Η ίδια ίσως πλέον κατάλαβε ότι, πέρα από το πακέτο της σκηνικής παρουσίας και της άμεσης επαφής με τον κόσμο που βεβαίως έχει, το μεγαλύτερο προσόν της είναι φυσικά η φωνή της. Μια φωνή που έχει αναγνωριστεί από παλιά από όλους, άσχετα αν «συμφωνούσαν» ή όχι με τις μουσικές της επιλογές. Μου δίνει λοιπόν την εντύπωση πλέον ενός καλλιτέχνη που μπορεί να στηριχτεί στο μεγαλύτερό του όπλο – τη φωνή – χωρίς να χρειάζεται να κάνει τίποτε άλλο. Ίσως το κατανόησε τώρα που μεγάλωσε. Δεν πειράζει, ποτέ δεν είναι αργά.
Η Άννα, όμως, συνεχίζει να εξελίσσεται. Οι εμφανίσεις της πλέον είναι σόου με όλη τη σημασία της λέξης. Δεν τα έχει ανάγκη για να αναδειχθεί, θα της αρκούσε ένα μικρόφωνο και μια πίστα και πάλι θα απογείωνε τα πλήθη. Αλλά τα δένει αρμονικά με την παρουσία της τόσο που το σόου είναι ίσως δευτερεύουσας σημασίας. Τώρα που ηρέμησε, λοιπόν, όλα αυτά είναι εμφανή στη φωνή, την παρουσία και τη μουσική της.
Αλλά και ο Καρβέλας είδε πως το πείραμά της πέτυχε και, ξέροντάς την καλύτερα από τον καθένα, της έγραψε τραγούδια που δίνουν την εντύπωση πως έτσι ακριβώς τα ήθελε η ίδια. Αλοίμονο, ο Καρβέλας την ξέρει από μουσικής πλευράς και από τεχνικών δυνατοτήτων άψογα! Η αναμφισβήτητη χημεία τους μας έδωσε έναν δίσκο που, με την εξαίρεση ορισμένων παλιών και κλασικών τους κομματιών, θεωρώ ότι είναι ο καλύτερος που της έχει γράψει. Ακόμα και το «αγάπη είναι εσύ», που ξένισε (αν όχι απώθησε) με τους στίχους του, έχει μουσική που μπορεί να σε απογειώσει. Όμως για αυτό ειδικά το κομμάτι θα γράψω άλλο άρθρο που θα λέω τα πράγματα με το όνομά τους, όπως πάντα.
Πάρτε λοιπόν το δίσκο και ακούστε τον. Αξίζει τον κόπο και θα παρατηρήσετε ότι έχει τραγούδια που από την πρώτη κιόλας στιγμή σου κάνουν εντύπωση. Όσο για μένα, εκτός του ότι τον έχω λιώσει, περιμένω από την Άννα ακόμα μεγαλύτερες κατακτήσεις και είμαι βέβαιος πως δεν θα με απογοητεύσει. Δεν το έχει κάνει ποτέ, άλλωστε (ή τουλάχιστον πολύ λίγες φορές)!!