apparition1.jpg

Ήταν κάποτε ο Πάνος. Καλό παιδί, από καλή οικογένεια, επιστήμονας, ο μοναδικός του μεγάλου του σογιού και εντελώς αγαπητός σε όλους. Ζούσε στην Αθήνα, σε ένα όχι πολυτελές σπίτι, αφού ο μισθός της σύμβασής του δεν επαρκούσε για κάτι καλύτερο, πάντως είχε τις απαραίτητες ανέσεις.
Μαζί του ζούσε και ο Αντώνης, ένα παιδί στην ηλικία του, όχι πολύ όμορφο, είχε λίγη κοιλίτσα νομίζω, δεν γύριζες να τον κοιτάξεις δεύτερη φορά αλλά σε κέρδιζε αμέσως με την ευγένεια και την καλοσύνη του. Με αυτά είχε κερδίσει και τον Πάνο και ζούσαν ευτυχισμένοι διακριτικά τη ζωή τους. Έκαναν μαζί τις δουλειές του σπιτιού, πήγαιναν για ψώνια, φρόντιζε ο ένας τον άλλο και νοιαζόταν ειλικρινά.
Πόσο χαρούμενος ήταν ο Πάνος, δεν μπορώ να σας περιγράψω. Ένιωθε γεμάτος, για πρώτη φορά στη ζωή του, χαρούμενος, πλήρης, που είχε κάποιον να τον φροντίζει και να τον νοιάζεται και κάπου κάπου αισθανόταν πως δεν άξιζε τέτοια τύχη.
Κάποτε, εντελώς απροειδοποίητα, ο καλύτερός του φίλος τον επισκέφτηκε. Είχε κλειδιά του σπιτιού, οπότε μπήκε και ο Πάνος ταράχτηκε, γιατί ο κολλητός του δεν ήξερε τις σεξουαλικές προτιμήσεις του φίλου του. Ο Πάνος, έντρομος που ο φίλος του τον είχε δει στο κρεβάτι με τον Αντώνη, προσπάθησε να του εξηγήσει αλλά ο φίλος είχε μείνει αποσβολωμένος. Γιατί, όπως του είπε, δεν υπήρχε κανένας Αντώνης στο κρεβάτι. Ο Πάνος, όμως, τον έβλεπε να κοιτάζει το ίδιο τρομαγμένος το φίλο του. Τι δηλαδή, επειδή ποτέ στη ζωή του δεν είχε έναν να τον αγαπάει, πάει να πει ότι δεν υπήρχε κιόλας; Και, όση ώρα ο φίλος του τηλεφωνούσε σε γιατρό, ο Πάνος ετοίμαζε πρωινό για τον Αντώνη, ταϊζοντας με το πηρούνι τον αέρα, που ως Αντώνης καθόταν απέναντί του και απολάμβανε τις περιποιήσεις της σχέσης του…

Σχολιάστε