Ήταν κάποτε, λοιπόν, σε χρόνια ξεχασμένα από την Ιστορία, ένα βασίλειο κάπου στην άκρη του τότε κόσμου. Το κυβερνούσε ένας βασιλιάς που από πρίγκηπας κιόλας είχε διακριθεί για το μυαλό και τη νοημοσύνη του. Μανιώδης λάτρης των βιβλίων και της Γνώσης, όταν έγινε βασιλιάς μετά το θάνατο του πατέρα του, η χώρα εκείνη γέμισε βιβλιοθήκες και πανεπιστήμια και η επιστήμη και οι τέχνες γνώρισαν τη μεγαλύτερη άνθιση που είχε υπάρξει ποτέ.
Ο βασιλιάς, απορροφημένος στο μορφωτικό του έργο τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο παρά με αυτό και τη διοίκηση του βασιλείου του και στα δύο τα πήγε σπουδαία, αφήνοντας το όνομά του ακόμη να μνημονεύεται με θαυμασμό από εκείνους που γνωρίζουν τους μύθους και τη σημασία τους. Όμως, καθώς το μυαλό του ζούσε σε έναν άλλο κόσμο, παραμέλησε τον εαυτό του και έφτασε σε μια ηλικία που διαπίστωσε πως ήταν μόνος, χωρίς βασίλισσα και χωρίς μικρούς πρίγκηπες να αναστατώνουν με τις χαρούμενες φωνές τους το υπέροχο παλάτι του. Και τότε θλίψη πλυμμήρισε την ψυχή του γιατί σκέφτηκε πως ενώ τάιζε το πνεύμα με τα καλύτερα εδέσματα, στο σώμα του, το ναό του πνεύματος, πετούσε μόνο τα ψίχουλα.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του και με αποστροφή γύρισε το βλέμμα. Γιατί είδε ένα σώμα παραμελημένο, στα πρόθυρα της εξασθένισης, ένα είδωλο άσχημο που δεν προκαλούσε καμία επιθυμία. Τότε, μέσα στη σοφία του, αποφάσισε πως δεν ήταν η εικόνα του που έφταιγε αλλά ο καθρέφτης ο ίδιος που αλλοίωνε το είδωλό του. Γεμάτος οργή τον έσπασε και ζήτησε να του φτιάξουν έναν άλλο αλλά όταν κοιτάχτηκε και σε εκείνον, πάλι είδε το είδωλο της αποστροφής κι έτσι τον έσπασε κι εκείνον και μερικούς ακόμη.
Την επόμενη ημέρα μια διαταγή του έφτασε στα πέρατα της χώρας. Όλοι εκείνοι που έφτιαχναν καθρέφτες θα έπρεπε να του φτιάξουν έναν στον οποίο να φαίνεται όμορφος, διαφορετικά θα έχαναν τη ζωή τους. Θλίψη και δυστυχία κάλυψαν τη χώρα γιατί ο ένας μετά τον άλλο οι κατασκευαστές αποκεφαλίζονταν. Οι καθρέφτες τους, έργα τέχνης κανονικά, με περίτεχνες κορνίζες από χρυσάφι, από ασήμι, από επιχρυσωμένο ακριβό σκαλιστό ξύλο, απόλυτα ταιριαστοί για έναν Βασιλιά, του έδειχναν πάντοτε το ίδιο ειδεχθές είδωλο της ασχήμιας και η παράνοια άρχισε μαζί με τη θλίψη να κερδίζει έδαφος σε εκείνο το τόσο λαμπρό μυαλό.
Κάποτε παρουσιάστηκε μπροστά του ένας φτωχός χωρικός. Ντυμένος με κουρέλια στάθηκε μπροστά από το βασιλιά και ξεσκεπάζοντάς τον, του αποκάλυψε έναν καθρέφτη απλό, από φτωχό ξύλο, χωρίς σκαλίσματα και χωρίς στολίδια. Έναν καθρέφτη που δεν άξιζε σε βασιλιά και σε παλάτι και όσο και αν ο βασιλιάς συνοφρυώθηκε, ο χωρικός του απαγόρευσε να δει το είδωλό του μέσα σε αυτόν, μόνο τον κρέμασε στην αίθουσα του θρόνου και τον σκέπασε ζητώντας του να του επιτρέψει να μείνει μαζί του για λίγο καιρό, όπως και έγινε.
Κι έμεινε πολύ μαζί με το Βασιλιά και πήρε μέρος στα συμβούλιά του, στο κυνήγι που πήγαινε, στις επίσημες δεξιώσεις. Και με το χρόνο κατάφερε να τον πείσει να ασχολείται με πράγματα απλά, καθημερινά, σε μια ισορροπία του κόσμου των ιδεών με τον κόσμο της καθημερινότητας. Τον έμαθε να εκτιμάει τις απλές στιγμές της ζωής μαζί με τη διάνοια, του έδειξε πως είναι και το σώμα που θέλει τροφή για να στηρίξει το πνεύμα, πέτυχε να τον παίρνει μαζί για ψάρεμα, για περιπάτους στα χωράφια και στα δάση, να κάθονται και να χαζεύουν μη κάνοντας τίποτα, να πηγαίνουν για μπάνιο στο ποτάμι και για ιππασία στο βουνό.
Κι όταν αρκετός καιρός είχε περάσει, ο χωρικός ζήτησε από το βασιλιά να σταθεί μπροστά στον καλυμμένο καθρέφτη και με μια του κίνηση τον ξεσκέπασε. Ο Ηγεμόνας, κοιτάζοντας το είδωλό του μαγεύτηκε. Δεν ήταν άσχημος, ήταν η ίδια η εικόνα του μυαλού του.

Σχολιάστε