Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησαν να μου αρέσουν τα κάλαντα και λέγοντας αυτό δεν εννοώ μόνο το ότι έπαψα κάποτε να τα λέω αλλά επίσης καν δεν ήθελα να τα ακούω. Μικρός θυμάμαι έβγαινα και τα έλεγα, τότε που από τις επτά το πρωί ήμασταν στο δρόμο και τα είχαμε ήδη πει δυο τρεις φορές. Για να βγαίνω προφανώς μου άρεσε που πήγαινα και, λόγω του ότι έχω ένα αρκετά μεγάλο σόι, μάζευα και πολλά χρήματα για να τα διαθέσω την ίδια κιόλας μέρα στο να αγοράσω βιβλία. Πως νομίζετε ότι έχω στη βιβλιοθήκη μου σχεδόν όλα τα έργα του Καζαντζάκη; Οι γονείς μου διαμαρτύρονταν για δύο κυρίως λόγους: πρώτον γιατί η βιβλιοθήκη δεν είχε άλλο χώρο και δεύτερον διότι όπως και να το κάνουμε είναι κάπως αλλόκοτο ένα παιδί της τρίτης και τετάρτης Δημοτικού να αγοράζει την Ασκητική για δώρο Χριστουγέννων και να ζητάει από το μπαμπά – Άη Βασίλη να του φέρει τον Τελευταίο Πειρασμό.
Κάποτε σταμάτησα να βγαίνω για τα Κάλαντα – ήμουν αρκετά μεγάλος. Σχεδόν ταυτόχρονα έπαψε να μου αρέσει ακόμα και να τα ακούω. Λέγοντας αυτό δεν σημαίνει ότι κρυβόμουν στο σπίτι όταν χτυπούσαν τα κουδούνια, για να νομίζουν τα παιδάκια ότι έλειπα και να φύγουν. Αν έμενα μόνος μου ίσως και να το έκανα εδώ που τα λέμε αλλά οι γονείς μου πάντα άνοιγαν και ανοίγουν ακόμα και, όπως έκαναν πάντα, δίνουν περισσότερα χρήματα στα ανήψια μας παρά στα άγνωστα παιδιά.
Προσπαθώ να σκεφτώ, να θυμηθώ γιατί δεν μου αρέσουν τα κάλαντα και δεν τα καταφέρνω. Θυμάμαι μονο την απέγχθεια αλλά όχι την αιτία της. Μήπως με είχε πιάσει μια μεταμοντερνιά που θεωρούσε τα κάλαντα ένα ξεπεσμένο κατάλοιπο εποχών που αυτά αποτελούσαν ένα χαρτζιλίκι των παιδιών, σε χρόνους που οι γονείς δεν είχαν να τους δώσουν; Μπα, δεν το φιλοσοφούσα τόσο πολύ. Το πιθανότερο από όλα ήταν ότι τα κάλαντα ήταν ένα μέσο, ένας τρόπος με τον οποίο «εκβιαζόσουν» να συμμετάσχεις σε μια γιορτή που ήταν τόσο αμετροεπής που καταντούσε ενοχλητική. «Έπρεπε» να ακούσεις τα κάλαντα, όπως «έπρεπε» να τρέξεις σαν τον τρελό να αγοράσεις δώρα, να είσαι μέσα στην τρελή χαρά γιατί είναι Χριστούγεννα, να φας σαν το ζώο έχοντας επί ένα μήνα νωρίτερα προβληματιστεί για το τι περίεργο θα μαγειρέψεις, «έπρεπε» να πας εκκλησία γιατί αν δεν πας τώρα που είναι γιορτή πότε θα πας, στην οποία «έπρεπε» να βάλεις ότι καλύτερο, ακριβότερο και πιο φανταχτερό είχες (διότι γιατί το πήρες το καινούριο κοστούμι) και φυσικά «έπρεπε» να συμμετάσχεις σε ρεβεγιόν παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, να φας μαζί με ένα σωρό κόσμο τα πρωινά των αντίστοιχων ημερών, να βγεις το βράδυ με τους φίλους για κανένα ποτό γιατί και πάλι γιορτές είναι και φυσικά δεν έπρεπε να λείψεις από το σπίτι σε κανένα ταξιδάκι γιατί τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή. Αν δεν τα έκανες όλα αυτά σε κοιτούσαν με μισό μάτι κουνώντας το κεφάλι τους, σκεπτόμενοι ότι είσαι γρουσούζης. «Έπρεπε», λοιπόν όλα αυτά να γίνουν και δεν γινόταν να τα αποφύγεις. Τι να πεις δηλαδή, ότι εγώ δεν θα φάω μαζί με όλους εσάς; Ντροπή και προσβολή ταυτόχρονα που δεν ταιριάζει ούτε στο χαρακτήρα σου ούτε στη «μέρα που’ναι». Να μην πάρεις δώρα; Αφού όλοι τότε περιμένουν. Να μη στείλεις κάρτες; Θα πουν ότι τους ξέχασες λες και δε μιλάτε στο τηλέφωνο τακτικά ή δεν βρίσκεστε όποτε μπορείτε.
Τα κάλαντα, λοιπόν, ήταν ένας εξαναγκασμός να συμμετέχεις σε κάτι το οποίο δεν σε εκφράζει με τον τρόπο που γίνεται. Και αν όλα τα άλλα δεν μπορείς να τα αποφύγεις για πρακτικούς λόγους, τα κάλαντα ήταν το μοναδικό στο οποίο μπορούσες να προβάλεις αντίσταση: μπορούσες να μην τα πεις αλλά και να μην τα ακούσεις. Όχι γιατί σου έφταιγαν αυτά ή πολύ περισσότερο τα χαριτωμένα παιδάκια, πολλά από τα οποία ήταν ανήψια σου. Ούτε με τα Χριστούγεννα ως γιορτή είχες πρόβλημα ούτε και με το Χριστούλη που γεννιέται. Αλλά είχες θέμα με την υστερία και την υπερβολή που τα συνοδεύουν εσύ που ολόκληρη τη ζωή σου προσπαθείς να τη ζήσεις με τους κανόνες του μέτρου.
Από την άλλη, βέβαια, μπορεί απλώς να είσαι γκρινιάρης και γρουσούζης…

About profusion

a man of respect, a man of honour.

Ένα σχόλιο »

  1. Ο/Η Ben Provis λέει:

    Οι γιορτές ήταν πάντα για μένα ένα μελανό σημείο του χρόνου. Ποτέ δεν στόλισα δέντρο και ευχόμουν πάντα να περάσουν γρήγορα, με εξαίρεση όταν ήμουν παιδί και ήθελα να λιώνω στην τηλεόραση αντί να διαβάζω για το σχολείο. Συνήθως αυτές τις μέρες δούλευα πυρετωδώς και φέτος είναι η μοναδική χρονιά που έχω το χρόνο να τα γιορτάσω. Η ειρωνία είναι ότι αναρωτιέμαι: Τι να γιορτάσω;

  2. Ο/Η profusion λέει:

    Τη ζωη, η οποια πρεπει να γιορταζεται καθε μερα

    • Ο/Η Ben Provis λέει:

      Ναι. «Είμαστε ακόμα ζωντάνοι…» Όμως βαρέθηκα να χορεύω solo και να δέχομαι το χειροκρότημα μόνος. Είναι και αυτός ο ρυθμός, το τραγούδι των ημερών, που θες δε θες σε κάνει να φαντασιώνεσαι ένα Tango και όπως λένε…Needs Two to Tango.

  3. Ο/Η profusion λέει:

    τι ηλικια εχεις, αγαπητε μου, εαν επιτρεπεται βεβαια?

    • Ο/Η Ben Provis λέει:

      Χαχα…Η ερώτηση μου θυμίζει την επιχειρηματολογία γονιών και διδασκάλων: Είσαι μικρός ακόμα!
      …Την ίδια με τη δική σου.

  4. Ο/Η profusion λέει:

    Δεν σε ρωτησα για να σου απαντησω «εισαι μικρος ακομα» αλλα με την ελπιδα οτι εισαι νεος (η οποια επιβεβαιωθηκε). Διοτι αν ησουν μεγαλος και ειχες τετοιες αποψεις και τροπο σκεψης που διακρινω στις απαντησεις σου, θα ηταν λογικο και αναμενομενο. Εαν ομως εισαι νεος και σκεφτεσαι με τετοιους τροπους τοτε ναι, επιβεβαιωνεται το οτι υπαρχει ακομα ελπιδα για τον κοσμο

    • Ο/Η Ben Provis λέει:

      Το θεμιτό θα ήταν να είναι κανείς έτσι όπως το λες.
      Το σύνδρομο του Μπέντζαμιν Μπάρτον σίγουρα δεν σου επιτρέπει να έχεις μια κοινή ζωή ή οποία στην τελική ίσως να μην είναι τόσο κακή, παρά την οποιαδήποτε μοναδικότητα θα θέλαμε να έχουμε.
      «Μεγαλώνουμε κακομαθημένοι μέσα στη μοναξιά μας» και αυτό με φοβίζει καθώς με το χρόνο δεν θα έχει μείνει πια τίποτα άλλο μέσα μου για να σκέφτομαι έτσι, όπως εσύ ορίζεις την ελπίδα.

  5. Ο/Η profusion λέει:

    Υπομονη, αγαπητε μου. Στο τελος το Εγω κερδιζει

Σχολιάστε